- σορόπληκτος
- σορό-πληκτος, ον, and [suff] σορο-πλήξ, πλῆγος, ὁ, ἡ,= σοροδαίμων, Eust.1431.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σορόπληκτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σορόπληκτος — ον, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] … Dictionary of Greek
σορόπληκτοι — σορόπληκτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)